γαυγίζω

γαυγίζω
1. μετ.
1) лаять, тявкать (на кого-л.); 2) кричать (на кого-л.); облаять (кого-л.) (разг ); 2. αμετ. 1) лаять, тявкать; 2) кричать, ругаться, орать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γαυγίζω" в других словарях:

  • γαυγίζω — βλ. γαβγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που …   Dictionary of Greek

  • εφυλακτώ — ἐφυλακτῶ, έω (Α) υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… …   Dictionary of Greek

  • προσυλακτώ — έω, Α γαυγίζω εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑλακτῶ «γαυγίζω, αλυχτώ»] …   Dictionary of Greek

  • προϋλακτώ — έω, Α γαυγίζω για να προφυλάξω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αράζω — (I) [αράσσω] 1. προσορμίζω πλοίο 2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω αγκυροβολώ 3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση 4. φρ. «την άραξα» κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα. (II) ἀράζω κ. ἀρράζω (Α) (για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.… …   Dictionary of Greek

  • αρρηνής — ἀρρηνής, ές (Α) (για σκύλους) άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II)* ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ρρρ , ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την… …   Dictionary of Greek

  • καθυλάσσω — και κατυλάσσω (Α) καθυλακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλάσσω, άλλος τ. τού ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κλαγγαίνω — (Α) [κλαγγή] (για κυνηγετικά σκυλιά) γαυγίζω («ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγάνεις δ ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ ἐκλείπων πόνου», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»